- κρίτρα
- τα расходы на оплату судьи, арбитра
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κρίτρο — το συν. στον πληθ. τα κρίτρα αμοιβή τών μελών τής κριτικής επιτροπής διαγωνισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνω + κατάλ. τρο/ τρα (πρβλ.) ασφάλισ τρα, δίδακ τρα)] … Dictionary of Greek